- συμπυρσοκρότησις
- (-εως) η воен, залп
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπυρσοκρότηση — η, Ν 1. ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση από πολλά όπλα 2. ο κρότος από ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυρσοκροτώ. Η λ., στον λόγιο τ. συμπυρσοκρότησις, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek